ἀναφτερῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφτερῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναφτερῶ ΔΣολωμ 45 ΜΜαλακάσ. ἐν ’Ανθολ. Η Ἀπο-στολιδ. 220
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀναπτερῶ. Ἡ χρῆσις λογία.
Σημασιολογία
1) Κινῶ τὰς πτέρυγας, πετῶ ΔΣολωμ. ἔνθ’ἀν.: Ποίημ. Μὲ τὰ μάτιˬα ἀκολουθῶντας | τὸ νεˬογέννητο τὸ φῶς καὶ σὲ δαῦτο ἀναφτερῶντας | τῆς ἐξέβγαινε ὁ ψαλμὸς ἀπ’ τ’ ἀθάνατο τὸ στόμα. 2) Σκιρτῶ, πάλλομαι ΜΜαλακάσ. ἔνθ’ ἀν. : Ποιημ Ἄ, πῶς χτυπᾷ κἀμμιˬὰ φορὰ τούτ᾿ ἡ καρδιά κιˬ ἀναφτερᾷ τώρᾳ ’ς τὰ γεροντάματα! Συνών. ἰδ. ἔν λ. ἀναφτερακίζω 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA