ἀναφτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναφτὸς ἐπίθ. πολλαχ. ἀναφτό Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀναφτέ Τσακων. ’ναφτό ’Απουλ. ΄νατ-τό Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀναφτός.
Σημασιολογία
Ἀνημμένος, καίων πολλαχ. : Φοῦρνος ἀναφτὸς Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονιστρ κ. ἀ.) Καντήλι ἀναφτὸ αὐτόθ. Ἀναφτός λαμπρὸς (φλὸξ) Λακων. ᾿Αναφτή φωτιˬὰ Μαν. ǁ ᾎσμ. Λαύρα μου κιˬ ἀναφτὴ φωτιˬὰ | μὲ ξύλα καλοκαιρινὰ ποῦ μ’ ἔκαψε κιˬ ὅλο μὲ καίει (ἐκ μοιρολ.) Μαν. Ἡ σημ. καὶ μεσν Πβ. Γαδάρ. διήγ. στ. 309 (Ἔκδ. Wagner σ. 183) «…κυρία μου μεγάλη, | λαμπάδα εἶσαι ἀναφτὴ μὲ δίχως μανουάλι». Συνών. ἀναμμένος (ἰδ. ἀνάφτω Α 1), ἀντίθ. ἄναφτος, σβησμένος (ἰδ. σβήνω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA