γεροντόρνιθα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντόρνιθα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γεροντόρνιθα ἡ, Ἰων. (Κρήν.) γιρουdόρνιθα Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. ὄρνιθα.

Σημασιολογία

1) Ὄρνις γηραλέα. Συνών. γερόκοττα, παλιόκοττα. 2) Σκωπτικῶς, γυναῖκα περασμένης ἡλικίας: ᾌσμ. Ξύπνησε γεροντόρνιθα καὶ φετινὴ πουλλάδα καὶ τριμηνίτικο ἀβγό, ν᾽ ἀκούσῃς πατινάδα Κρήν. Πρόβαλι, γιρουdόρνιθα κὶ γιρουdουπουλλάδα κὶ σὺ πουdίκα μαλλιˬαρή, νὰ δῇς τὴ bατινάδα Λέσβ. Συνών. βλ. εἰς λ. γεροντοπουλλάδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/