βροχίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροχίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βροχίδα (ΙΙ) ἡ, Ἤπ. Λευκ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) –ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 365 –Λεξ. Βλαστ. 385 βρουχίδα Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. βροχὶς=μέτρον μήκους.

Σημασιολογία

1) Βόστρυχος, πλόκαμος Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Λεῦκ. –ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. –Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ποῦ ’ναι οἱ νεˬοὶ χωρὶς μαλλιˬὰ κ᾿ οἱ νεˬὲς χωρὶς βρουχίδες Αἶν. ‖ Ποίημ. Βλέπεις, Θοδούλλα, δὲ μπορῶ μ᾿ ὅση κιˬ ἂν ἔχω ζόρη αὐτὲς τὲς δυˬὸ βροχίδες σου μὲ μιˬᾶς νὰ χερακώσω ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. βουρλὶ 5, βουρλίδα 2, βουρλίδι 4, βοῦρλο 3, κοτσίδα, πλεξίδα, πλεξούδα. β) Εἶδος πλοκάμου προστιθεμένου εἰς τὴν κόμην τῶν γυναικῶν Λεῦκ. 2) Δέσμη τριχῶν ζῴων ἢ κεφαλῆς ἀνθρώπου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.): Ἐκείνη ἡ γυναῖκα δὲν ἔχει μαλλία, δύο βροχίδες ἔχει ’ς τὸ κεφάλι της Κίτ. Μάν. Ἡ προβάτα ἔχει κάτι βροχίδες μαλλία σὰ μετάξι αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/