ἀρμεξιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμεξιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρμεξιˬὰ ἡ, ἀλμεξία Πόντ. (Ζησιν. Ὄφ. Σούρμ.) ἀρμεξιά Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) ἀρμεξιˬὰ Ἄνδρ. Κεφαλλ Παξ. Πελοπν. (Μεσσ.) Χίος κ.ἀ. ἀρμειˬὰ Πελοπν. (Μαζαίικ.) ἀρμεξὰ Κρήτ. ἀρμιξιˬὰ Β. Εὔβ. Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ὰ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) ἀρμιξὰ Σάμ. ἀρμεκχιˬὰ Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρμέγω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬά. Διὰ τὸν τύπ. ἀρμεκχιˬὰ ἰδ. ἀρμεξεˬά.

Σημασιολογία

1) Ἄρμεξι 1, ὃ ἰδ., Β. Εὔβ. Ἤπ. (Ζαγόρ. κά.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Κεφαλλ. Κρήτ. Παξ. Πελοπν. (Μαζαίικ. Μεσσ.) Σάμ. Χίος κ.ἀ. ἡ ἀγελάδα βγάζει δυˬὸ ὀκάδες γάλα ’ς τὴν κάθε ἀρμεξιˬὰ Χίος. 2) Ἄρμεξι 2, ὃ ἰδ., Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.): Ἔχου ἀρμιξιˬά. 3) Τὸ γάλα Πόντ. (Ζησιν. Ὄφ. Σούρμ.) Συνών. ἀρμεχτὸ (ἰδ. ἀρμεχτὸς 2). 4) Τὸ ποσὸν τοῦ ἅπαξ ἀμελγομένου γάλακτος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.): Μία ἀρμεξία γάλα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρμεξεˬά. 5) Νωπὸς τυρὸς ἀνάλατος Ἄνδρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/