ἀχνοπαννιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχνοπαννιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀχνοπαννιˬάζω Ζάκ. Κεφαλλ. - ΙΠολυλ. Διηγ. 71.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχνὸς καὶ τοῦ οὐσ. παννί.

Σημασιολογία

Γίνομαι ὠχρὸς καὶ χάνω τὴν λάμψιν μου, γίνομαι σὰν παννί, ἐπὶ ἀνθρώπου ἔνθ’ ἀν.: Ἡ δύστυχη κόρη ἀχνοπάννιˬασε ΙΠολυλ. ἔνθ᾽ ἀν. Μετοχ. ἀχνοπαννιˬασμένος=ὠχρὸς καὶ καταβεβλημένος Ζάκ. Κεφαλλ. Τῆς μετοχ. συνών. ἀχνολειριˬασμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/