ἀρμεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρμεύω Αἴγιν.-ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 2 94,83 ἀλιμεύω Πόντ. (Οἰν.) ἀρμεύου Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀρμέβ-βου Καλαβρ. (Καρδ.) ἀρμεύκω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρμέγω κατ᾽ ἐπίδρασιν τῶν εἰς -εύω ρ. ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,271. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἀμέλγω, μετὰ ἢ ἄνευ τῆς αἰτιατικῆς τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀμελγομένου ζῴου Αἴγιν. Καλαβρ. (Μπόβ.) Κύπρ. Πόντ. (Οἰν.): Τώρα ἀρμεύκω, ᾿ὲν ἔρκομαι (δὲν ἔρχομαι) Κύπρ. || Παροιμ. Ἡ ᾿γελάδα στέκει καὶ τὴν ἀρμεύουν κ’ ὕστερα κλοτσάει καὶ τὸ χύνει (τὸ γάλα δηλ. ᾽Επί τοῦ ἀπολέσαντος ὅ,τι ἀντὶ πολλοῦ κόπου ἀπέκτησε) ΙΒενιζέλ. ἔνθ’ ἀν.|| ᾎσμ. Ἄσπρη ’σαι σὰν τὰ γάλατα π᾿ ἀρμεύουν τοὶς προβάτες, βασίλισσα ’σαι, μάτιˬα μου, σ’ ὅλες τοὶς μαυρομμάτες Αἴγιν. Συνών. ἀρμέγω 1. 2) Μεταφ. ἐκμεταλλεύομαί τινα άποσπῶν παρ’ αὐτοῦ χρήματα ἢ ἄλλο τι. Συνών. ἀρμέγω 4, τρυγῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA