ἀρμεχτε͜ιὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμεχτε͜ιὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρμεχτε͜ιὸ τό, Τῆν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρμεχτὴς καὶ τῆς καταλ. -ε͜ιό.

Σημασιολογία

Ἄμελξις (ἡ λ. θὰ ἐσήμαινε κατ᾿ ἀρχὰς τόπον ἀμέλξεως καὶ κατόπιν μετέστη εἰς τὴν ἀφῃρημένην σημ. κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ρ. ἀρμέγω): Ἦρθε ἀπὸ τὸ ἀρμεχτε͜ιό. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρμεγιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/