βροχίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροχίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βροχίζω (Ι) Ἰκαρ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) βρουχίζου Θρᾴκ. Μετοχ. βρουχισμένος Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βροχή.
Σημασιολογία
1) Βρέχω, ἰδίᾳ ἐπὶ τρίτου προσώπου Θρᾴκ. Ἰκαρ.: ᾎσμ. Παναγιὰ νὰ μοῦ βρουχίσῃ, | ὁ Χριστὸς νὰ μοῦ δρουσίσῃ Θρᾴκ. 2) Καταβρέχομαι ὑπὸ δακρύων Θράκ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Χίος: Βρουχίζουνταν ὁ δεῖνα ἀπὸ τὸ κλάμα Θρᾴκ. || ᾎσμ. Σαράντα σίκλες ἔσυρε, ᾿ς τὰ μάτιˬα δὲν τὸν εἶδε, κιˬ ἄλλες σαράντα τέσσερες καὶ βγαίνει βρουχισμένη. -Κόρη, κι ἂν κλαίς γιˬὰ τὸ νερὸ κιˬ ἄν κλαῖς γιˬὰ τὸ πηγάδι κιˬ ἂν κλαὶς καὶ γιˬὰ τὸν κόπον σου, πληρώνω το κ᾿ ἐκεῖνο Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA