βρόχινος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρόχινος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βρόχινος ἐπίθ. σύνηθ. βρό’νους βόρ. ἰδίωμ. βρούχινους Λυκ. (Λιβύσσ.) βροχινὸς Θρᾴκ. Σίφν. Σῦρ. βροχτινὸς Κύπρ. βροκτινὸς Κύπρ. βροκτενὸς Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βροχὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ινός. Ὁ τύπ. βροχινός, ὃς καὶ παρὰ Σομ., κατὰ τὸ βροχερός.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐκ τῆς βροχῆς προερχόμενος σύνηθ.: Βρόχινο νερὸ σύνηθ. Συνών. βροχήσιˬος, βροχικός. 2) Βροχερός, ὃ ἰδ., Θρᾴκ. Κύπρ.: Καιρὸς βρόχινος Θρᾴκ. Βροχινὴ μέρα αὐτοθ. Ταιρὸς βροκτινὸς Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/