ἀχνὸς (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνὸς (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀχνὸς ὁ, (Ι) Ζάκ. Κύθηρ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. ᾿Ολυμπ.) -ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,17 ’χνὸς Ἤπ. (Τζουμέρκ.) ὀχνὸς Ρόδ. ἀγνὸς Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄχνη κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἀχνὸς=ἀτμός.
Σημασιολογία
1) Τὸ λεπτότατον ἄλευρον Ζάκ. Κύθηρ. Κύπρ. Πελοπν. ('Αρκαδ. 'Ολυμπ.) 2) Τὸ λεπτότατον λίνον ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ λινόξυλα Ἤπ. (Τζουμέρκ.): Ὁ 'χνὸς τοῦ λιναριˬοῦ. β) Μεταφ. διαλελυμένον ὕφασμα, ξέφτυσμα Ρόδ.: Τὸ ροῦχο ἔγινε ὀχνός. 3) Ἡ γῦρις τῶν ἀνθέων ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν.: Πυκνὸ πυκνὸ κιˬ ὁλόμαυρο μελισσολόι πετε͜ιέται μέσ᾿ ἀπὸ βράχους καὶ κρινιˬά, μέσ᾿ ἀπὸ ἐρ'μιˬὲς καὶ κήπους καὶ τ’ ἄνθη της βοσκολογᾷ καὶ παίρνει τὸν ἀχνό τους.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA