βροχίστρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροχίστρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βροχίστρα. (ΙΙ) ἤ. βροχία Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βρόχος (ΙΙ) καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίστρα. ᾽Ιδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 41 (1929) 257.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν θυμέλαια ἡ βαφικὴ (thymelaea tinctoria) τῆς τάξεως τῶν θυμελαιωδῶν (thymelaeaceae), παρέχον βαφικὴν κιτρίνην οὐσίαν καὶ χρησιμοποιούμενον εἰς τὸ καταδεῖν τὰς θημωνίας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/