ἀρμεχτὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμεχτὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρμεχτὴς ὁ, Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βασαρ.) ἀρμιχτὴς Μακεδ. ἀρbεχτὴς Σκῦρ. Θηλ. ἀρμέχτρα Πελοπν. (Ἀρκαδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρμέγω.
Σημασιολογία
Ὁ ἀμέλγων τὰ ζῷα ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Σοῦ εἶναι μιˬὰ ἀρμέχτρα! (ἐπὶ γυναικὸς ἐπιτηδείας νὰ πορισθῇ ὀφέλη παρά τινος) Ἀρκαδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρμεγάρις 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA