ἀρμεχτιˬάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμεχτιˬάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρμεχτιˬάρις ἐπίθ. Οὐδ. ἀρμεχτιˬάρικο Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ἀρμεχτιὰ καὶ τῆς καταλ. -άρις.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐκ τῆς προσφάτου ἀμέλξεως προερχόμενος, ἐπὶ γάλακτος Πελοπν. (Μάν.): Γάλα ἀρμεχτιˬάρικο. Συνών. *ἀρμεξιˬάρις. 2) Ὁ ἐκ προσφάτου γάλακτος παρεσκευασμένος, ἐπὶ εἰδῶν τῆς τυροκομίας ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀρμεχτιάρικο τυρὶ Μάν. Ἀρμεχτιˬάρικη μυζήθρα (ἡ καλλίστη). || Φρ. Ἡ δεῖνα εἶναι σὰν τὴν ἀρμεχτιˬάρικη μυζήθρα (πολὺ ὡραία).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/