ἀναχαιτιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναχαιτιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναχαιτιˬάζω ἀμάρτ. ἀναχαιτζάζω Κρήτ. ἀναχυτιˬάζου Εὔβ. (Στρόπον.) ἀνεχυδιˬῶ Καρπ ’νεχυδιˬάζω Νίσυρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀναχαιτίζω. Ὁ μεταπλασμὸς κατὰ τὰ εἰς –ιˬάζω ρ. Διὰ τοὺς τύπ. ἀναχαιτζάζω, ἀναχυτιˬάζου, ἀνεχυδιˬῶ, ᾿νεχυδιˬάζω πβ. χαίτζα καὶ χύτη παρὰ τὸ χαίτη.

Σημασιολογία

1) ’Ανορθοῦνται αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ἢ τοῦ σώματός μου ἕνεκα ζωηροῦ ψυχικοῦ συναισθήματος, οἷον χαρᾶς, φόβου, ἐκπλήξεως κττ. ἔνθ’ ἀν.: Εἶδα τοὺ σ'λὶ π᾿ ἀναχύπιˬασι κι᾿ πιτάχτ’κα ὄξου Στροπον. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνατριχιˬάζω 1. 2) Τρέμω ὑπὸ ρίγους ἢ πυρετοῦ, φρικιῶ Κρήτ. Καρπ Συνών. ἀνατριχιˬάζω 2, ἀναχαιτώνω 2, ἀναχνιδζω. 3) ’Εκδηλῶ διὰ μορφασμῶν δυσαρέσκειαν, ἀηδίαν κττ. Νίσυρ.: Τί ᾿νεχυδιˬάζεις ἔτσι; Συνών. στραβομουτσουνιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/