ἀρμεχτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμεχτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρμεχτὸς ἐπίθ. Εὔβ. ἀρμεχτὸ τό, Κρήτ. ἀλμιχτὸ Καππ. (Σινασσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρμέγω.
Σημασιολογία
1) Ὁ διὰ τῶν χειρῶν συλλεγόμενος ἐκ τοῦ δένδρου καὶ οὐχὶ διὰ ραβδισμῶν καταπίπτων εἰς τὴν γῆν, συνήθως ἐπὶ ἐλαιῶν Εὔβ.: Ἐλα͜ιὲς ἀρμεχτές. 2) Οὐδ. οὐσ., τὸ γάλα καὶ τὰ γαλακτερὰ ἐν γένει εἴδη, οἷον ὀξύγαλα (γιαούρτι) κττ.: Λίγο ἀλμιχτὸ πρέπ᾿ νὰ βρίσκεται ᾿ς τὸ σπίτ’ Σινασσ. Συνών. ἀρμεξιὰ 3. 3) Οὐδ. οὐσ., ἡ πρᾶξις τοῦ ἀμέλγειν, ἄμελξις Κρήτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρμεγιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA