ἅρμη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἅρμη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἅρμη ἡ, κοιν. ἅρμ’ βόρ. ἰδιώμ. ἅριμη Πελοπν. (Μεσσ.) ἄριμ’ Θασ. Θρᾴκ. Ἴμβρ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἅλμη. Περὶ τῆς ἀναπτύξεως τοῦ ι ἐν τῷ ἄριμ’ ἰδ. ἈνθΠαπαδοπ. Γραμματ. βορ. ἰδιωμ. 22 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Ὕδωρ περιέχον ἅλας κοιν.: Βάζω ἐλα͜ιὲς-τυρὶ ᾽ς τὴν ἅρμη κοιν. Ἁψὰ ἄριμ᾿ Θασ. || Φρ. Τοῦνο εἶναι ἅρμη τσαὶ θάλασσα! (πολὺ ἁλμυρό. τοῦνο=τοῦτο) Μέγαρ. Τό ’καμα ἅρμ’ τοὺ φαγεῖ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Εὔβ. (Στρόπον.) || Παροιμ. φρ. Τὰ νύχιˬα μου τά ’βαλα ’ς τὴν ἅρμη (ἐπροσπάθησα πολὺ διὰ νὰ ἐπιτύχω τι) Πελοπν. (Λακων. Μεσσ.) Συνών. ἁλάρμη, ἁλατάρμη, ἁλιμίδα, ἁλιμιδέα, ἁλιμίδιν, ἁρμάλατο 1, ἁρμύρα 2, ἁρμυριˬά 1, γάρος, νεράρμη, σαλαμούρα. β) Τὸ ἐντὸς τοῦ τυροῦ εὑρισκόμενον ἁλμυρὸν ὕδωρ Πελοπν. (Ἀργολ.) 2) Πᾶν ἀλίπαστον Θεσσ. (Ζαγορ.) 3) Θρύμματα τυροῦ ἁλατισμένου ἐν ἀσκῷ Πελοπν. (Ὀλυμπ.) 4) Γάλα ἁλατισμένον, πηκτὸν καὶ διὰ τὸν χρόνον ὑπόξινον ἐντὸς ἀσκοῦ διατηρούμενον καὶ ὡς πρόχειρος τροφὴ χρησιμοποιούμενον Πελοπν. (Τριφυλ.) Συνών. ἁρμόγαλα 1, ἁρμούζι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/