γεροντοφαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντοφαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεροντοφαίνω ἀμάρτ. γιρουdουφαίνω Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ ρ. φαίνω.
Σημασιολογία
Παρέχω ἐντύπωσιν, εἰκόνα γέροντος: ᾽Γὼ πιὰ γιρουdουφά᾽σα (ἐγὼ πλέον φαίνομαι γέρων).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA