βρόχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρόχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βρόχος (ΙΙ) ὁ. Ἰκαρ. Κρήτ. Πελοπν. (Μεσσ.) Σύμ. –ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 202 –Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. βροχὸς Ἄνδρ. Εὔβ. (Κύμ.) Θεσσ. (Ἀλμυρ.) Κάρπ. Κάσ. Μακεδ. (Σισάν.) Πελοπν. (Γέρμ. Κίτ. Μάν.) Ρόδ. Σκίαθ. Σύμ. Σῦρ. –ΔΔημάδ. Ζιζάν. Θεσσαλ. ἀγρ. 21. βρουχὸς Ἰκαρ. Μακεδ. (Βελβ.) βρεχὸς Πελοπν. (Καρβελ. Μάν.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. βρόχος.
Σημασιολογία
1) Σχοινίον σχηματιζόμενον εἰς εἶδος κρίκου ἣ θηλειᾶς καὶ χρησιμοποιούμενον ὡς ἀγχόνη ἢ πρὸς θήραν ἀγρίων ζῴων ἢ πρὸς σύνδεσιν τῶν ποδῶν τῶν ζῴων διὰ νὰ μὴ δύνανται νὰ ἀπομακρύνωνται κατὰ τὴν βοσκὴν Ἰκαρ. Κρήτ. Πελοπν. (Μεσσ.) Σῦρ. –ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. –Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.: Ποίημ. ... ’Στὰ σωθικὰ τοῦ Διάκου, κρυφὰ λές κ᾽ εἶχαν σωριˬαστῆ φαρμακεμένοι πόνοι χίλιων χρονῶν ἐκδίκησις, στεῖρες εὐχὲς, ὀρφάνιˬα, τοῦ βρόχου τὸ λαχτάρισμα, τυραγνισμένη φτώχε͜ια ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. β) Ἡ θηλειὰ τῆς ἀπόχης, τὸ διάκενον τοῦ δικτύου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.): Ἅμα θά ᾽χῃ τ’ ἀπόχι μεγάλους βροχούς, θὰ φεύγῃ τ᾿ ἀρδύκι Κίτ. Πβ. Πολυδ. 5, 28 «τῆς δὲ ἄρκυος τὸ μέν τι καλεῖται βρόχος, ἔστι δὲ ὁ βρόχος τὸ συνεχὲς ἐν τοῖς δικτύοις τετράγωνον διάστημα συνεστηκὸς ἐκ τεττάρων ἁμμάτων, ὃ τεινομένης τῆς ἅρκυος γίνεται ρομβοειδές». γ) Παγὶς διὰ τῆς ὁποίας συλλαμβάνουν τὰ πτηνὰ (περὶ τοῦ τρόπου τῆς κατασκευῆς ἰδ. λ. ἀνασπάδα) Μακεδ. (Σισάν.) Πελοπν. (Γέρμ. Καρβελ. Μάν.) –Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βροχάδα (ΙΙ). 2) Αἱ πτυχαὶ εἰς τὸ ἄνω μέρος τῆς βράκας, εἰς τὰς ὁποίας εἰσέρχεται ἡ βρακοζώνη, συμπτύσσει αὐτὰς καὶ οὕτω συγκρατεῖ αὐτὴν περὶ τὴν ὀσφὺν Κάρπ. Κάσ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ.: ᾎσμ. Κ᾿ ὕφαινα τ᾽ ἀντρός μου βράκα | κ᾿ ἔλειπαν καὶ τὰ παζάκιˬα κ᾿ ἔλειπε καὶ ὁ βροχὸς | κιˬ ἀποπίσω κιˬ ἀπομπρὸς Κάσ. 3) Τὸ δέμα τὸ διερχόμενον διὰ τῶν πτυχῶν τῆς βράκας καὶ συγκρατοῦν αὐτήν, ἡ βρακοζώνη Κάσ. 4) Χονδρή κλωστὴ ἐκ μετάξης οὐχὶ καλῆς ποιότητος Θεσσ. (Ἀλμυρ.) Εὔβ. (Κύμ.) Μακεδ. (Βελβ.) Σκίαθ. –Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. 5) Τὸ φυτὸν βρόμη ἡ γενειοφόρος (avena barbata) τῆς τάξεως τῶν ἀγρωστωδῶν (graminaceae) τῆς οἰκογενείας τῶν βρομοειδῶν, τοῦ ὁποίου τὴν λεπτοτέραν ἄκραν οἱ παῖδες συστρέφουν εἰς θηλειᾶν καὶ δι᾿ αὐτῆς συλλαμβάνουν σαύρας Ἄνδρ. –ΔΔημάδ. ἔνθ’ ἄν. –Λεξ. ᾿Ελευθερουδ. Πρω. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA