ἀρμήνεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμήνεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρμήνεμα τό, πολλαχ. ἀρμήνεμαν Κύπρ. ἀρμούνεμα Ἤπ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀρμήνιμα Λέσβ. ὀρμήνεμα πολλαχ. οὐρμήνιμα Θρᾴκ. (Αἶν.) ’ρμήνεμα Σύμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρμηνεύω.

Σημασιολογία

Νουθεσία, συμβουλὴ ἔνθ’ ἀν.: Μικρὸς εἶναι καὶ θέλει ἀρμήνεμα πολλαχ. || ᾎσμ. Σ’ εἶπα δὲ θέ ἀρμούνεμα, | μόν᾿ ν᾿ ἀρμουνεύῃς τοὺ μικροὺς (θέ=θέλω) Μάν. Συνών. ἀρμήνε͜ια 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/