βροχὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροχὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βροχὸς ὁ, Κύπρ. βρουχὸς Μακεδ. (Βελβ. Καταφύγ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βρέχω.

Σημασιολογία

1) Λάκκος πλήρης ὕδατος, ἐντὸς τοῦ ὁποίου τίθεται τὸ λινάρι διὰ νὰ σαπίσῃ τὸ ξυλῶδες μέρος αὐτοῦ Κύπρ. Μακεδ. (Βελβ.) Συνών. λινοβροχεῖο. 2) Μικρὸς τεχνητὸς λάκκος, εἰς τὸν ὁποῖον οἱ παῖδες χάριν παιδιᾶς συνάγουν ὕδωρ καὶ ἔπειτα τὸ ἀφίνουν νὰ ρέῃ Μακεδ. (Καταφύγ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/