βροχοσταλάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροχοσταλάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βροχοσταλάζω ΓΔροσίν. Θὰ βραδυάζῃ 76.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βροχὴ καὶ τοῦ ρ. σταλάζω.
Σημασιολογία
Ἀφίνω νὰ πίπτῃ νερὸ ὡς σταγόνες βροχῆς: Ποίημ. Δὲ θὰ μᾶς σφαλοῦν οἱ ἀποβροχάριδες | καιροὶ κιˬ οὔτε θὰ μᾶς σκιˬάζουν οἱ νεροσυρμὲς οἱ γαργαρόνερες | καὶ τὰ δέντρα ποῦ βροχοσταλάζουν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA