βροχούδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροχούδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βροχούδα ἡ. άμάρτ. βρουχούδα Θρᾴκ. (Αἶν. Μαρών.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βροχὴ διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούδα.

Σημασιολογία

Ὀλίγη βροχὴ ἔνθ’ ἀν.: Νὰ ἔκανι μιˬὰ βρουχούδα, θὰ δρουσίζ’dαν οὑ κάμπους Μαρών. Συνών ἰδ. ἐν λ. βροχιδάκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/