βροχούλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροχούλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βροχούλλα ἡ, κοιν. βρουχούλλα βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βροχὴ διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ –ούλλα.
Σημασιολογία
Ὁλιγη βροχὴ ἢ ψιλὴ βροχὴ κοιν.: Ἐρριξε-ἔπιˬασε μιˬὰ βροχούλλα κοιν. ‖ Ποίημ. Ἀπ’ τὸν κατάμαυρο οὐρανὸ ψιλὴ βροχούλλα στάζει κι ἀνθὸς δὲν εἶν’ ἐδῶ νὰ πιῇ, δεντράκι διψασμένο ΠΝιρβάν. ἐν Ἀνθολ. Η’Αποστολίδ. 275. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βροχιδάκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA