ἁρμογὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρμογὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁρμογὴ ἡ, Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἁρμογή.
Σημασιολογία
Τὸ μέρος τῆς προσάρμογῆς καὶ συναφείας δύο πραγμάτων: Βούλιαξαν τὰ πλακάκιˬα καὶ χάλασαν οἱ ἁρμογές τους. Φούσκωσε ἀπὸ τὴν ὑγρασία ἡ πόρτα καὶ δὲν πάει ’ς τὴν ἁρμογή της. Σκέβρωσε τὸ καπάκι τοῦ κουτιοῦ καὶ χάσκει ἡ ἁρμογή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA