βρυανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρυανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βρυανίζω Πελοπν. (Μάν. Καρδαμ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. βρύω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ανίζω, περὶ ἧς ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀρχ. Πόντ. 12 (1948) 59-60.

Σημασιολογία

Ἀναβλύζω, συνήθως κατὰ τρίτον πρόσωπον. Συνών. βρύζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/