ἀναχασμε͜ιέμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναχασμε͜ιέμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναχασμε͜ιέμαι, ἀναχασμοῦμαι ᾿΄Ηπ. Πόντ. (Ἀμισ.)-Λεξ. Δεὲκ Μπιριγκ. ἀναχασμε͜ιέμαι ΧΧρηστοβασ Διηγ. στάν. 87-Λεξ. Πρω. ἀναχασμε͜ιοῦμαι Ἤπ.-Λεξ.Κομ. Πρω. ἀναχασμε͜ιοῦμι Ἤπ. (Ζαγορ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνά καὶ τοῦ ρ. χασμε͜ιέμαι.
Σημασιολογία
1) Χασμῶμαι Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) -ΧΧρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Κομ. Δεὲκ Μπριγκ. Πρω. : Ὁ πιστικὸς ἂν δὲν ἔχῃ τὴ φλογέρα του, ἀναχασμε͜ιέται, νυστάξει Χχρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν. ǁ Παροιμ. ᾿Αναχασμε͜ιέτ᾽ ἡ νύφ’ μας κιˬ ἄλλουν ἄντρα γυρεύ’ Ζαγόρ. Συνων. ἰδ. ἔν λ. ἀναχαίνω 4. 2) Νυστάζω Ἤπ. 3) Εἰσπνέω καὶ ἐκπνέω διὰ τῶν πνευμόνων ἀέρα, ἀναπνέω Πόντ. (᾿Αμισ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναχαίνω 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA