βρύασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρύασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βρύασμα τό, ἀμάρτ. βκάσμα Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βρυάζω. Διὰ τὸν τύπον βκάσμα ἰδ. ΧΠαντελίδ. ἐν Ἀφιερώμ. εἰς ΓΧατζιδ. (1921) 208.

Σημασιολογία

Ἀνάβλυσις ὕδατος: ’Ποὺ τὴν βαρυειμωνιˬὰν τὴν πολλὴν ὅπου πάεις οὕλον βκάσματα θωρεῖς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/