ἁρμόδιος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρμόδιος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁρμόδιος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἁρμόδιος.
Σημασιολογία
1) Εὔθετος, κατάλληλος, πρόσφορος σύνηθ.: Καιρὸς ἁρμόδιος νὰ τὸ κάνωμε-νὰ φύγωμε κττ. Βρῆκα τὴν ἀρμοδία στιγμὴ νὰ τὸ πῶ. Ἡ στιγμὴ δὲν ἦτο ἁρμοδία νὰ μιλήσω. 2) Ὁ ἐν οἱᾳδήποτε ὑπηρεσίᾳ, δημοσίᾳ ἢ ἰδιωτικῇ, ἔχων τὴν ἐξουσίαν ἢ τὸ καθῆκον νὰ ἀσκῇ τι ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς δικαιοδοσίας, τὰ ὁποῖα καθορίζονται ὑπὸ νόμου ἢ διαταξεως ἢ συνηθείας σύνηθ.: Ἐγὼ εἶμαι ἁρμόδιος νὰ τὸ κάμω (ἡ ἐκτέλεσίς του ἀνήκει εἰς τὰ ἰδικά μου καθήκοντα). Νὰ βρῇς τὸν ἁρμόδιο γιˬὰ νὰ μπορέσῃς νὰ κάνῃς τὴ δουλε͜ιά σου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA