ἀναχαχαλώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναχαχαλώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναχαχαλώνω Δ.Κρήτ. (Μύρθ.) ἀνεχαχαλώνω Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. χαχαλώνω.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανοίγω καὶ ἐκτείνω τὴν χαχάλαν, ἤτοι τὴν παλάμην τῆς χειρὸς διὰ νὰ δεχθῶ τι Α.Κρήτ 2) Ἀνοιγω ὅσον εἴναι δυνατὸν τὰ σκέλη μου Δ.Κρήτ. (Μύρθ.) Συνών. χαχαλώνω. 3) Προχωρῶ μὲ μεγάλα βήματα κατά τινος, ἑτοιμάζομαι διὰ νὰ ὁρμήσω καὶ κτυπήσω τινὰ Κρήτ. (Μύρθ.) Πβ. ἀναματσώνω Α1 καὶ Β 1, ἀναματσουλώνω 2, ἀναχαιτώνω 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/