ἀναχειλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναχειλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναχειλίζω Κέως ἀνεχειλίζω Κάρπ. ἀναχειλοῦ Λυκ.(Λιβύσσ)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ αμαρτ ρ. χειλίζω ἢ κατ᾽ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ οὐσ. χεῖλος.
Σημασιολογία
1)’Εκστομίζω, λέγω Κέως Λυκ. (Λιβύσσ.) Συνών. ξεστομίζω. 2)᾿Εκστρέφω τὰ χείλη τοῦ σάκκου Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA