βρυμίδιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρυμίδιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βρυμίδιν τό, Κύπρ. βρυμίιν Κύπρ. βρυμίν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βρύμα καὶ. τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδιν. Ὁ τύπ. βρυμίν ἐκ τοῦ βρυμίιν. ᾿Ιδ. ΧΠαντελίδ. Φωνητ. 12.
Σημασιολογία
Πολὺ πλῆθος, ἀφθονία: ’Ηταν βρυμίδιν οἱ πουρνέλλες ’πάνω ᾽ς τὲς πουρνελλεˬές. Οἱ φτεῖρες ἔν᾽ βρυμίδιν ’πάνω ᾿ς τὴν τεφαλήν του. Συνών. βρυμάδα, βρυμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA