ἁρμοζούμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρμοζούμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁρμοζούμι τό, Μακεδ. (Θεσσαλον.) ἁρμουζούμ’ Θρᾴκ. Μακεδ. (Βλάστ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἁρμόζ’μο Α.Ρουμελ (Στενήμαχ.) ἁρμόζ ’μου Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἅρμη καὶ ζουμί. Περὶ τοῦ τύπ. ἁρμόζ’μο (ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἁρμόζουμο) παρὰ τὸ ἁρμοζούμι πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,170 κἑξ. 179 κἑξ.
Σημασιολογία
Ὁ ζωμὸς τῆς ἁρμα͜ιᾶς, ὃ ἰδ. Συνών. ἁρμα͜ιοζούμι, ἁρμόζωμος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA