ἀναχερίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναχερίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναχερίζω Ζάκ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. χερίζω.
Σημασιολογία
1) Ἀναμειγνύω τὸ ἀλευρον, ζυμώνω Ζάκ. 2) Πιάνω τι Πελοπν.(Βούρβουρ.): Ἄναχερίστη τὴν καρυˬὰ καὶ τὴν τινιˬάζει. 3) Δέρω τινὰ Πελοπν (Βούρβουρ.): Θὰ σ᾿ ἀναχερίσω πιστεύω. Συνών. δέρνω, χερικώνω, χ τυπῶ. 4) Κινῶ τὰς χεῖρας μου διὰ νὰ ἀμυνθῶ Πελοπν. (Λακων.) Πβ. ἀρχ. ἀναχειρίζομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA