ἁρμόζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρμόζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁρμόζω λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.) ὀρμόζω Πελοπν. (Γέρμ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἁρμόζω.
Σημασιολογία
1) Μετβ. συνάπτω, συνδέω Ζάκ. κ.ἀ. Αμτβ. προσαρμόζομαι, συναρμόζομαι, εὐαρμοστῶ Ἄνδρ. Πελοπν (Γέρμ.): Ὅρμοζὲνε τὸ ἕνα ξύλο μὲ τ᾿ ἄλλο. Δὲν ὁρμόζει τοῦτο τὸ ξύλο σὲ ’κεῖνο Γέρμ. 2) Τοποθετῶ καλῶς, προσαρμόζω ΑΚαρκαβίτσ. Ἀρχαιολόγ. 59: Ἦρθε τὸ κιˬάλι ᾿ς τὸ χέρι του, τὸ ἅρμοσε ᾿ς τὰ μάτιˬα του, κοίταξε καλά. 3) Κλείω Πόντ. (Κοτύωρ.) 4) Ἀπροσ. προσήκει, ἁρμόζει λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Ἁρμόζει νὰ πάς νὰ τὸν δῇς. Δὲν ἁρμόζει νὰ τὸ κάνῃς. Δὲ σοῦ ἁρμόζει ἐσένα νὰ πῇς τέτο͜ιο πρᾶμα κοιν. Δὲν ὁρμοζει σε ’κείνονε τέτο͜ιο πρᾶμα Γέρμ. Συνών. πρέπει, ταιριˬάζει. Πβ. ἁρμώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA