ἁρμοκόβω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρμοκόβω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁρμοκόβω Πελοπν. (Γέρμ.) Μεσ. ἁρμοκόβομαι Ἤπ. Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἁρμὸς καὶ τοῦ ρ. κόβω.
Σημασιολογία
1) Προξενῶ σωματικὴν κόπωσιν καὶ χαύνωσιν Πελοπν. (Γέρμ.): Τὸ ξενύχτι ἁρμοκόβει. Οἱ ἀγρύπνιˬες ἁρμοκόβουν. Καὶ μέσ. αἰσθάνομαι ἕνεκα κοπώσεως ἢ ψύξεως πόνους εἰς τὰς ἀρθρώσεις τοῦ σώματος Ἤπ. Πελοπν. (Λακων.) Πβ. ἁρμελοκόβομαι. 2) Μεσ. ὑφίσταμαι ψύξιν, κρυολογῶ (διότι ἐκ κρυολογήματος αἰσθάνεταί τις ἀτονίαν εἰς τὰς ἀρθρώσεις) Πελοπν. (Λακων.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA