ἁρμοκομμάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρμοκομμάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁρμοκομμάρα ἡ, Πελοπν. (Γέρμ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἁρμὸς καὶ κομμάρα.
Σημασιολογία
Σωματικὴ ἀδυναμία, ἀποχαύνωσις ἔνθ’ ἀν.: Ἔχω μία ἁρμοκομμάρα σήμερα καὶ δὲ μπορῶ νὰ κάμω τίποτα, δὲν ἔχω ὄρεξι οὔτε νὰ σειστῶ. Συνών. ἀναποκαρωμάρα, ἀποκαρωμάρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA