ἁρμολείχω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁρμολείχω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁρμολείχω Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρμός καὶ τοῦ ρ. λείχω.

Σημασιολογία

Διαρρέω, στάζω, ἐπὶ πραγμάτων: Τὸ βαρέλλι-ὁ κουβᾶς ἁρμολείχει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/