βρυειλρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρυειλρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βρυειλρις ἐπίθ. Πόντ. (Ὄφ.) Θηλ. βρυειλραινα Πόντ. (Ὄφ.) Οὐδ. βρυειλρικον Πόντ. (Ὄφ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βρυείλη καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ρις, ἥτις ἐκ τοῦ -ιˬάρις, ἀντὶ εὐρυχειλιˬάρις. Ἰδ. DOeconomid. Lautl. 62.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων παχέα χείλη: Βρυειλρικον ἔν’ τὸ μωρό σουνα. Συνών. βρυείλης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/