ἁρμολογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρμολογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁρμολογῶ Θρᾴκ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) ἁρμολοῶ Ἄνδρ. Νάξ. Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀρμολογῶ=συναρμολογῶ, συναρμόζω.
Σημασιολογία
1) Θέτω λάσπην εἰς τὰς ρωγμὰς τοίχου Ἄνδρ. Νάξ. Πελοπν. (Λακων.) 2) Πελεκῶν ἀφαιρῶ τὸν ἁρμόν, ἤτοι τὸ ἄχρηστον μέρος τοῦ ναυπηγησίμου ξύλου Σῦρ. (Ἐρμούπ.) 3) Παρατηρῶ, ἐξετάζω τοὺς ἁρμοὺς πλοίου Θρᾴκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA