ἀχνούρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνούρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀχνούρα ἡ, Πελοπν. (Παππούλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄχνα καὶ τῆς καταλ. –ούρα.
Σημασιολογία
᾽Ατμός: 'Απὸ τὴν πολλὴ φωτιˬὰ τὸ φαεῖ βγάνει ἀχνούρα. ᾿Απὸ τὴν κάψα βγάνει ὁ τόπος ἀχνούρα. Συνών. ἄμπουρος, ἀχνὸς (||) 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA