βρυσικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρυσικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βρυσικὸς ἐπίθ. Ζάκ. Κάρπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κίμωλ. Κρήτ. Πελοπν. (Γέρμ. Κίτ. Μάν. Οἰν.) Σέριφ. Σύμ. Σῦρ. βρυ’κὸς Β.Εὔβ. (Ἀγία Ἄνν.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ βρύσι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ικός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀναβλύζων ἐκ τῆς πηγῆς, ἐπὶ ὕδατος Β.Εὕβ. (Ἁγία Ἄνν.) Ζάκ. Ἤπ. (Κόνιτσ.) Κεφαλλ. Κίμωλ. Κρήτ. Πελοπν. (Γέρμ. Κίτ. Μάν. Οἰν.) Σέριφ. Σύμ. Σῦρ.: Βρυσικὸ νερὸ ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Θέλου ν᾿ ἀνήβου σὲι βουνὸ | νὰ πιλικήσου μάρμαρον, νὰ βγάλου βρυ’κὸ νιρὸ | νἀ κατεβῇ ᾽ς τοὺν κῆπου μου Κόνιτσ. Συνών. βρυσικᾶτος, βρυσήσιˬος, βρύσινος. 2) Ὁ ἔχων ὕδωρ ἀναβρῦον Κέρκ.: Πηγάδι βρυσικό. 3) Ὁ ἀρδευόμενος ἐπὶ ἀγροῦ Κάρπ. 4) Τὸ οὐδ. οὐσ., πηγὴ ἀναβλύζουσα ὕδωρ Ἤπ. (Ζαγόρ.): Ἠπῆγα᾿ς τὸ βρυ’κὸ νὰ βρέξου τοὺ στόμα μ᾿ Ζαγόρ. Ἔχ᾿ ἕνα καλὸ βρυσ’κὸ ’ς τοὺ σπίτ’ αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA