βρυσοβγάνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρυσοβγάνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βρυσοβγάνω Πελοπν. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βρύσι καὶ τοῦ ρ. βγάνω.

Σημασιολογία

Ἀναβλύζω, ἀναδίδω ὕδωρ, ἐπὶ τῆς γῆς: Σὲ κάθε μερεˬὰ ποῦ βρυσοβγάνει καὶ μιˬὰ σταγόνα νερὸ κ᾿ ἐκεῖ κακκαβολίθι. Βρυσοβγάνει ὁ τόπος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/