ἁρμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁρμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἁρμὸς ὁ, κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν Χαλδ.) ἁρμὸ Τσακων. ὁρμὸς Κάρπ. Κύπρ. Μεγίστ. Νίσυρ. Πελοπν. (Λακων.) Ρόδ. (καὶ ἁρμὸς) οὑρμός Μακεδ. (Χαλκιδ. κ.ἀ.) Πληθ. ὁρμὰ τά. Κύπρ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀρμός.

Σημασιολογία

1) Τὸ μέρος τοῦ σώματος ὅπου γίνεται ἄρθρωσις δύο ὀστῶν, ὡς οἱ ὦμοι, οἱ ἀγκῶνες, τὰ δάκτυλα τῆς χειρός, τὰ γόνατα, τὰ σφυρὰ κτλ κοιν. καὶ Τσακων.: Ἁρμοὶ τοῦ κορμιˬοῦ. Μοῦ πονοῦν οἱ ἁρμοί. Ἔχω πόνους ᾽ς τοὺς ἁρμούς. Μοῦ κόπηκαν οἱ ἁρμοὶ τοῦ κορμιˬοῦ μου (ἐκ κόπου ἢ ἐξ ἀσθενείας αἰσθάνομαι ἀδυναμίαν εἰς τὰς ἀρθρώσεις). Μουδιˬάζουν οἱ ἁρμοί μου. Ὁ ἁρμὸς τοῦ χεριˬοῦ. Μοῦ πονοῦν ὅλοι οἱ ἁρμοί πολλαχ. ᾿Éν μοῦ ἔμεινεν ὁρμὸς γερὸς Κύπρ. Τοῦ κόψανε τὸ δάχτυλο ἀπὸ τὸν ἁρμὸ Κέρκ. Ἔπισι ἀπ’ τοῦ δέντρου κὶ τσά᾿σι τοὺς ἁρμοὺς Ἤπ. (Ζαγόρ.) Πονῶ τοὺς ὁρμους μου Κύπρ. Πονῶ τὸν ὁρμὸν τοῦ ποδκιˬοῦ μου αὐτόθ. Οἱ ὁρμοὶ τῶν ποδιˬῶν μου μερμηκίζουν Κάρπ. || Φρ. Τὸν ἔκαμε ἁρμὸ ᾽ς ἁρμὸ (τὸν ἔδειρεν ἀνηλεῶς) Πελοπν. (Τριφυλ.) Ἁρμὸ κιˬ ἁλάτι (ἐπὶ τρομερᾶς τιμωρίας) Πελοπν. (Λακων.) Ὁ διˬάουλος νὰ κάτσῃ’ς τοὺς ὁρμούς σου! (ἀρὰ) Ρόδ. || ᾊσμ. Σαράντα μέρες τόν κρατᾶν τὰν πεθαμένο ἀκέρα͜ιο κιˬ ἀπ’ τοῖς σαράντα κ᾿ ὕστερα ἁρμοὺς ἁρμοὺς χωρίζει (διαλύεται κατὰ τὰς ἀρὓρώσεις του) Ἤπ. Μὲ τ᾿ ὄχου μὲ τ’ ἀλλοίμονο τὰ σωτικά μου γιˬῶσαν κιˬ ὅπου ’χω ὁρμὸ καὶ κόκκαλο μοῦ τὸν ἐκαταλύσαν Νίσυρ. Ἔλα κιˬ ἂς τὸ παινέσουμε τοῦτο τὸ παλληκάρι ὁπὄχει πλάτες γιˬ᾿ ἄρματα κι ἁρμοὺς γιˬὰ τὸ λιθάρι καὶ χέριˬα γοργογύριστα νὰ ρίχνουν τὴ σαΐττα (ἁρμοὶ γιὰ τὸ λιθάρι=ἰσχυραὶ ἀρθρώσεις τῶν βραχιόνων, ἤτοι ἰσχυροὶ βραχίονες πρὸς ἐκσφενδόνισιν λίθου εἰς τὸ ἀγώνισμα τῆς λιθοβολίας) ΝΠολιτ. ’Εκλογ. 193.-Ποιήμ. Καλύτερ’ ἀπ᾿ ἁρμὸ σ᾿ ἁρμὰ νὰ μ᾿ ἤθελαν συντρίψει παρὰ τὴν ἄτιμη ξυλεˬὰ ποῦ μὄχει καταφέρει ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,364 Σάπηκαν τὰ γελέκιˬα του, ἔρρεψεν ἡ λεβεντιˬά του, τό ’φαε ἡ ἀρρώστιˬα τὸ κορμὶ κ᾿ ἐλύθηκαν οἱ ἁρμοί του ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,46. β) Τὸ μέρος τῆς ἀρθρώσεως τῶν ὀστῶν τοῦ βραχίονος καὶ τοῦ πήχεος, ἀγκὼν Εὔβ. (Στρόπον.) Θεσσ. (Ζαγορ.) γ) Ὁ σφυγμὸς Ρόδ.: Ἔπιˬασαν τὸν ὁρμόν του. δ) Τὸ παρὰ τὴν ἄρθρωσιν τῆς κνήμης καὶ τοῦ ποδὸς ἐξέχον ὀστοῦν, ὁ ἀστράγαλος Εὔβ. (Κουρ. Κύμ.): Πρήστη ὁ ἁρμός μου Κουρ. ε) Ὁ τένων τῆς πτέρνης διὰ τοῦ ὁποίου συνδέεται ὁ ποὺς πρὸς τὴν κνήμην καὶ ὁ τοῦ καρποῦ τῆς χειρὸς Νάξ. ς) Πληθ. ὁρμά, αἱ πλευραὶ τοῦ σώματος Κύπρ.: Φρ. Ἐκάτσαν τὰ ὁρμά μου (αἰσθάνομαι πόνους εἰς τὰς πλευρὰς) Κύπρ. Νὰ σοῦ ᾿δώσω μιˬὰν νὰ κάτσουν τὰ ὁρμά σου! (νὰ ὑποστοῦν θλάσιν) αὐτόθ. 2) Τὸ μέρος τῆς ἑνώσεως καὶ προσαρμογῆς δύο πραγμάτων ἔνθα σχηματίζεται γραμμὴ κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον ὁρατὴ ἢ μετά τινος κενοῦ διαστήματος εὐθεῖα ἢ τεθλασμένη ἀναλόγως τῆς γεωμετρικῆς μορφῆς τῶν συνδεομένων πραγμάτων πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.): Τὰ σανίδιˬα εἶνι καρφουμένα’ς τοὺν ἁρμὸ Στερελλ (Αἰτωλ.) Ἤτανι τόσουν κιρὸ ὄξου ἡ βάρκα συρμέ’ κιˬ ἀνοίξανι οἱ ἁρμοὶ (τὰ μεταξὺ τῶν σανίδων διαστήματα) Σκόπ. β) Τὸ μεταξὺ πλακῶν δαπέδου κενὸν διάστημα Σίφν.: Φρ. Κάνω τοῖς ἁρμοὶ (ἀλείφω διὰ διαλύματος ἀσβέστου τοὺς ἁρμούς). Συνών. ἁρμουδάκι. γ) Ἡ ἐξ ἀσβεστώματος σχηματιζομένη γραμμὴ εἰς τὰ κενὰ διαστήματα τῶν αὐλῶν ἢ τῶν πεζοδρομίων Σίφν. 3) Μικρὰ καὶ ἀφανὴς σχισμὴ ἢ ρωγμὴ πράγματός τινος Κίμωλ. Σάμ. Σκοπ κ.ἀ.: Ἔχει ἁρμὸ τὸ καΐκι (λέγεται τοῦτο, ὅταν εἰσρέῃ ὕδωρ ἐντὸς) Κίμωλ. Ἔτριχι λίγου τοὺ βαρέ’ ἀποὺ ἕνα ἁρμὸ κὶ τοὺ καλαφάτ’σα (τὸ ἔκλεισα διά τινος ὕλης, οἶον πίσσης κττ.) Σκόπ. Αὐτο τοὺ διρμάτ’ ἔ’ ἁρμὸ κὶ χύνιτι τοὺ ζ’μὶ Σάμ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Πλουτ. Ἀλεξ. 3 «τῷ τῆς θύρας ἁρμῷ προσβαλὼν κατώπτευσεν ἐν μορφῇ δράκοντος συνευναζόμενον τῇ γυναικὶ τὸν θεόν». β) Ρωγμὴ βράχου ἢ ἐδάφους Μύκ. Νάξ. Πόντ. (Κερασ.) Σίφν. Χίος κ.ἀ. Ἡ σημ. αὕτη καὶ ἀρχ. Πβ. Σοφοκλ. Ἀντιγ. 1216 «ἁρμὸν χώματος λιθοσπαδῆ δύντες». 4) Σύνορον ἀγρῶν ἢ λιβαδίων Κρήτ. Συνών. σύνορο. 5) Ἡ γωνιώδης ἄκρα ἄρτου Κεφαλλ. β) Τὸ μέρος τοῦ ναυπηγησίμου ξύλου τὸ ὁποῖον μετὰ τὴν στάθμισιν ἀποκόπτεται ὡς ἄχρηστον Σῦρ. (Ἑρμούπ.) γ) Τὸ περὶ τὸν ἀγρὸν μένον χέρσον μέρος Κρήτ. 6) Ὕψωμα γῆς, λόφος, ὀφρὺς ὄρους Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) Τσακων.: Φρ. Πάω τὸν ἁρμὸ ἁρμὸ (βαίνω ἐπὶ τῶν ὀφρύων ὅρους) Κρήτ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κρήτ. β) Κορυφὴ ὄρους Κρήτ. 7) ’Επιθετικ., κατάλληλος, πρόσφορος Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν. Χαλδ.): Φρ. Εὑρήκω ἁρμὸν καιρὸν ἢ ἁπλῶς εὑρήκω ἁρμὸν (εὑρίσκω τὴν κατάλληλον περίστασιν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/