ἀχνόφεγγο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνόφεγγο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀχνόφεγγο τό, ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 71.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχνὸς καὶ τοῦ οὐσ. φέγγος.
Σημασιολογία
᾽Αμυδρὸν φῶς: Μπαίνοντας μιˬὰν αὐγήν, ἀχνόφεγγο, ηὗρε ᾿ς τὴν ἐκκλησιˬὰ πεσμένη ἀπάνου ’ς τὸ πλακόστρωτο ἄλλη μιˬὰ γυναῖκα. Συνών. ἀχνόφωτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA