βρυσόνερο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρυσόνερο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βρυσόνερο τό, Γ’ Επαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1, 237.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βρύσι καὶ νερό.

Σημασιολογία

Ὕδωρ πηγαῖον: Ἐκεῖ’ς τὴ βαθουλλὴ τὴ λάκκα μὲ τὰ βρυσόνερα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/