βρυσούλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρυσούλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βρυσούλλα ἡ, σύνηθ. βρυτσούλλα Κύπρ.Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βρύσι διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούλλα.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βρύσι διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούλλα.

Σημασιολογία

Βρυσάκι, ὃ ἰδ., σὐνηθ.: Ὅπως τὸ νερὸ ἀπὸ τὴ βρυσούλλα, ξεχειλίζει ἀπὸ τὰ χείλη του τὸ τραγούδι Πελοπν. (Βούρβουρ.) || Αἴνιγμ. Πάνου ’ς ἕνα ψηλὸ βουνὸ εἶναι δυὸ βρυσοῦλλες, κιˬ ὅποιος κιˬ ἄν ἐπέρασε ἔπιˬε, κιˬ ὅποιος θὰ περάσῃ θὰ πιˬῆ, δύο μόνον δὲν ἐπίανε (οἱ μαστοὶ τῆς μητρός, τοὺς ὁποίους μόνον ὁ Ἀδάμ καὶ ἡ Εὔα δὲν ἐθήλασαν) Πελοπν. (Μάν.) || ᾎσμ. ’Κριβέ μ’, σὲ κλαίγ’ ἠ ἄνοιξι, σὲ κλαίει τὸ καλοκαίρι, σὲ κλαίν καὶ τά ’μορφα πουλλιˬὰ κ’ οἱ δροσερὲς βρυσοῦλλες Ἤπ. (Κόνιτσ.) Κοντεύω νά ’βγω ᾿ς τὴν κορφή, κοντεύω νά ’βγ’ ἀπάνω, νά ’βρω βρυσοῦλλες μὲ νερὸ καὶ δυὸ κορφὲς μὲ χιˬόνι Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ἐγὼ εἶμ’ ὁ γέρως Ὄλυμπος ’ς τὸν κόσμο ξακουσμένος, ἔχω σαράντα δυˬὸ κορφὲς κ᾿ ἑξήντα δυˬὸ βρυσοῦλλες ΝΠολίτ. Ἐκλογ. 35. Ἡ λ. πολλαχ. ὡς τοπων. καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. Βρυτσούλλα Εὔβ. (Στρόπον.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Παρνασσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/