ἅρμοσμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅρμοσμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἅρμοσμαν τό, Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἅρμοσμα.
Σημασιολογία
Συναρμογή: Τῆ σανιδίων τ’ ἅρμοσμαν (τῶν σανίδων κτλ.) Συνων. ἁρμοσιά, ἅρμωμαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA