ἀναχορδευτὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναχορδευτὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναχορδευτὴς ὁ, ἀνερχουδευτης Ναξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. *ἀναχορδεύω.

Σημασιολογία

Ὁ τὰ πάντα ἄνω κάτω ποιῶν, ὁ ταράττων τὴν τάξιν : Ἦρθε πάλι ἡ ἀνερχουδεύτρα κ’ ἐνεκἀτωσε dὰ ροῦχα μέσ’ ΄σ τό σεdούκι!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/