ἀναχουλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναχουλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναχουλεύω Χίος ᾽ναχουλεύω Χίος ’ναχουλεύγω Χίος ἀναχουχουλεύγω Χίος (Καρδάμ.)-Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐκ τοῦ ρ. ἐνοχλεύω<ἐνοχλῶ. ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,270 καὶ 2,294. Ὁ τύπ. ἀναχουχουλεύω κατ᾿ ἀναδίπλ.
Σημασιολογία
1) ᾿Αναδεύω, ἀνακατώνω Χίος: Ἀναχουλεύω τὴ φωτιˬά. Τὸ παιδὶ ἀναχουλεὐει τὰ χώματα. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀναχοβολῶ. 2) ᾿Ανακινῶν ἐρευνῶ, ἀναζητῶ Χίος: Ὁ ποντικὸς ἀναχουλεύει. Συνών. ἀνασκαλεύω 2, ἀνασκυβαλίζω 2, ζητῶ, ψάχνω, ψαχουλεύω. 3) Μεταφ. ὑποκινῶ ἔριδας, δημιουργῶ ἀνησυχίας, σκάνδαλα ἔνθ’ ἀν.: Τὸ παιδὶ αὐτὸ ὅλο ’ναχουλεύει Χίος. Συνών. ἀναγέρνω Α2γ, ἀνακατεύω Β 3, ἀνακατώνω Β5.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA